κλινοπηγός

κλινοπηγός
κλινοπηγός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλινοπηγός — κλινοπηγός, ὁ (AM) κλινοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. ναυ πηγός] …   Dictionary of Greek

  • αρματοπηγός — ἁρματοπηγός, ο (Α) αυτός που κατασκευάζει άρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, τος + πηγός < πήγνυμι (πρβλ. καρροπηγός, κλινοπηγός, σοροπηγός)] …   Dictionary of Greek

  • κλινοπηγία — κλινοπηγία, ἡ (Α) [κλινοπηγός] η κατασκευή κλινών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”